- πλουτιστήριος
- πλουτ-ιστήριος, α, ον,A enriching,
ἔργα Ph.1.669
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔργα Ph.1.669
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλουτιστήριος — α, ον, Α αυτός που μπορεί να καταστήσει κάποιον πλούσιο, πλουτοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλουτίζω + κατάλ. τήριος (πρβλ. βασανισ τήριος, χαρισ τήριος)] … Dictionary of Greek
πλουτιστήρια — πλουτιστήριος enriching neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)